αρσενοπληθής

αρσενοπληθής
ἀρσενοπληθής, ο (Α)
αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο πλήθος αντρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -πληθής < πλήθος (πρβλ.. θυμοπληθής, ισοπληθής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀρσενοπληθῆ — ἀρσενοπληθής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρσενοπληθής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρσενοπληθής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρσην — βλ. άρρην. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος όρος, που χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση του αρσενικού γένους. Ο τ. απαντά ήδη από την αρχαία εποχή και στην επιστημονική ορολογία (γραμματική, βοτανική) για να δηλώσει αντιστοίχως το αρσ. γένος των ονομάτων και των… …   Dictionary of Greek

  • διπλήθης — διπλήθης, ες (Α) διπλάσιος σε ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πληθης < πλήθος (πρβλ. αρσενοπληθής, θυμοπληθής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”